-
1 κρυερός
Aἀρῆς κρυεροῖο Hes.Th. 657
: ([etym.] κρύος):—icy, cold, chilling, in Hom. only metaph.,κρυεροῖο γόοιο Od.4.103
, al.;κμυεροῖο φόβοιο Il.13.48
;κρυεροῦ Ἀΐδαο Hes.Op. 153
;θανάτου τελευτή E.Fr. 916.6
(anap.); (lyr.); θάλαμος, of the grave, Epigr.Gr.241.4 ([place name] Smyrna): in the lit. sense, icy-cold,κ. νέκυς Simon. 114.5
, cf. Ar.Av. 951, 955, Hdn.1.6.1, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυερός
См. также в других словарях:
κρυερός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κρυερός, ά, όν) νεοελλ. μσν. λίγο ψυχρός, δροσερός, όχι πολύ θερμός (μσν αρχ.) (κυριολ. μτφ.) ψυχρός, παγερός (α. «κρυερὸς νέκυς», Σιμων. β. «δόμον κρυεροῡ Ἀΐδαο», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (ΙΙ) + κατάλ. ερός (πρβλ. γλυκ… … Dictionary of Greek